περιστερώνας

περιστερώνας
και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, -ῶνος ΝΜΑ
τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών
αρχ.
1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη
2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» — το φυτό ιεροβοτάνη
β) «τρίτη περιστερεώνων»
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου που επιβαλλόταν στα περιστοτροφεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + επίθημα -(ε)ών, -ῶνος (πρβλ. καλαμ-[ε]ών). Ο νεοελλ. τ. περιστεριώνας με συνίζηση (πρβλ. καλαμ-ιώνας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • περιστερεών — ῶνος, ὁ, ΜΑ βλ. περιστερώνας …   Dictionary of Greek

  • περιστερεώνας — ο, Ν βλ. περιστερώνας …   Dictionary of Greek

  • περιστεριώνα — η, Ν τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών, περιστερώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περιστεριώνας με αλλαγή γένους (πρβλ. καλαμιώνα: καλαμιώνας)] …   Dictionary of Greek

  • περιστεριώνας — Ιδιότυπο κτίσμα, προοριζόμενο για τη στέγαση μεγάλου αριθμού π. Συναντάται κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και αποτελεί χαρκτηριστική και με μεγάλο ενδιαφέρον μορφή της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Οι περιστεριώνες κατασκευάζονται βασικά από σχιστόλιθο,… …   Dictionary of Greek

  • Απολλωνίας, δήμος — Νέος δήμος (4.137 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Μελισσουργού, Νέας Απολλωνίας, Νικομηδινού, Περιστερώνας και Στίβου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κυκλαδικής Λαογραφίας (Πάρου) — Στο νοτιοδυτικό άκρο της Πάρου, κοντά στο αεροδρόμιο, λειτουργεί εδώ και λίγα χρόνια ένα ιδιόμορφο μουσείο που έχει σαν σκοπό να κρατήσει ζωντανό ένα κομμάτι της ιστορίας των Κυκλάδων. Είναι δημιούργημα του Παριανού Μπενέτου Σκιαδά, ο οποίος έχει …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βυζαντινό Αρσινόης (Κύπρου) — Το μουσείο λειτουργεί στον πρώτο όροφο του Επισκοπικού Μεγάρου (Περιστερώνας Πάφου), που χτίστηκε το 2000. Η συλλογή του αποτελείται από αντικείμενα που συλλέχθηκαν από τα 33 χωριά της Επισκοπής. Από τη μεγάλη και σημαντική αυτή συλλογή σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Μυκόνου — Το Λαογραφικό Μουσείο Μυκόνου ιδρύθηκε το 1958 από τον καθηγητή γεωπονικής και συλλέκτη κεραμικών Βασίλειο Κυριαζόπουλο. Στεγάζεται σε ένα παραθαλάσσιο καπετανόσπιτο, που είναι χτισμένο επάνω σε σωζόμενο τμήμα του τείχους του κάστρου της Μυκόνου …   Dictionary of Greek

  • Πωγωνίου επαρχία — Παλαιά διοικητική διαίρεση (498 τ. χλμ.) του νομού Ιωαννίνων. Πρωτεύουσα ήταν το Δελβινάκι. Η ονομασία της επαρχίας οφείλεται στην ομώνυμη πόλη που έχτισε ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, στη θέση της αρχαίας Περιστερώνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”